Του Πατριάρχη
Οι πρώτες καθαρές εικόνες στη μνήμη μου, είναι αυτές των υποβρυχίων, των αντιτορπιλικών και των αρματαγωγών, που πηγαινοέρχονταν έξω από το παράθυρο μου.
Κοιτούσα δεξιά και έβλεπα το Ναύσταθμο της Σαλαμίνας, ενώ σάρωνα με τα μάτια μου όλη τη διαδρομή προς τη Κυνόσουρα, την Ψυττάλεια τη Δραπετσώνα και μετά ρότα προς Αίγινα και το Αιγαίο.
Δυο δρασκελιές κάτω από το σπίτι, οι γραμμές του τραμ, που πηγαινοερχόταν από τον «Ηλεκτρικό» στο κέντρο του Πειραιά, ως το Φυλάκιο του Ναυτικού στο Πέραμα, από το οποίο οι ναύτες έπαιρναν τις «παντόφλες» για να περάσουν απέναντι στον Ναύσταθμο. Κρεμόντουσαν στην κυριολεξία από τα παράθυρα, πότε με τις άσπρες και πότε με τις μπλε στολές τους. Τότε απαγορευόντουσαν τα πολιτικά ρούχα. Κανονική στολή, μπελαμάνα, κολαρίνα, λυκαδούρα, μαντήλι κλπ
Σήκωνα το κεφάλι ψηλά, έχοντας συνηθίσει τον θόρυβο από τους έλικες των Noratlas, που περνούσαν από τον αεροδιάδρομο προς το αεροδρόμιο της Ελευσίνας.
Στο σπίτι κάτι πηλήκια και στολές από την δεκαετή διαδρομή του πατέρα στον στρατό, και στη γειτονιά «πόλεμος» με ξύλινα όπλα, που φτιάχναμε μόνοι μας, σπαθιά και σφεντόνες. Κρυμμένοι πίσω από ένα δάσος από μαργαρίτες και χαμομήλια με σακατεμένα πόδια και χέρια, από τις πέτρες στις οποίες κυλιόμασταν πρωί μεσημέρι βράδυ.
Άνοιγα το παράθυρο μπροστά στη θάλασσα που πριν χιλιάδες χρόνια χάθηκε ο στόλος του Ξέρξη, και χρόνια έψαχνα μαζί με όλη την πιτσιρικαρία στο βουνό, τον «θρόνο» από τον οποίο παρακολουθούσε τη ναυμαχία και την πανωλεθρία ο Πέρσης βασιλιάς.
Σε αυτό το Πέραμα μεγάλωσα, για να μην με σοκάρουν σήμερα τα συνθήματα των σπουδαστών της ΣΜΥΝ.
Θυμάμαι την 20η Ιουλίου 1974, την επιστράτευση και τις ειδήσεις που ακούγαμε από την Κύπρο. Κάτω από έναν ευκάλυπτο, έξω από τος σπίτι, όλοι οι πιτσιρικάδες της γειτονιάς, κάναμε σχέδια για το πως θα στήσουμε παγίδες σε περίπτωση που έρθουν οι Τούρκοι. Δεν τους βρίζαμε όμως με «κακές» λέξεις, γιατί αν μας άκουγαν οι γονείς, μας περίμενε μια κουταλιά πιπέρι στο στόμα. Δεν είναι σχήμα λόγου. Μαζί με το πρωινό γάλα, κατάπια μια μέρα και μια χούφτα πιπέρι, γιατί είπα την λέξη μαλάκας.
Μετά λίγοι λίγοι με τη σειρά του ο καθένας, βάλαμε στολή και κανείς δεν μας έβαζε πλέον πιπέρι στο στόμα, γιατί φωνάζαμε συνθήματα για τους Τούρκους. Όταν λέω «βάλαμε όλοι στολή», εννοώ όλοι. Άγνωστα και ντροπιαστικά τα κόλπα της φυγοστρατίας. Δεν ξέραμε τι ήταν τα «ψυχολογικά», οι αντιρρησίες συνείδησης, και τα χαρτιά γιατρών για τα ματάκια και την πλατυποδία. Τέτοια ξεφτίλα (έτσι το βλέπαμε) δεν θα την αντέχαμε. Ακόμα και αν κάποιος είχε πρόβλημα το έκρυβε να μην τον βγάλουν Ι2.
Για αυτό δεν μας σοκάρουν τα συνθήματα της ΣΜΥΝ, γιατί τα φωνάξαμε πολλές φορές, τα ακούσαμε περισσότερες και μας έκαναν τον Μάρτη του 87, να ανυπομονούμε να φορτωθούμε στα πλοία για ο Αιγαίο.
Όσοι σήμερα σοκάρονται, μεγάλωσαν σε άλλες εποχές και σε άλλο τόπο.