Αν συνεχίσουν οι σημερινοί ρυθμοί εκπομπής αερίων του θερμοκηπίου και δεν λάβουμε μέτρα εγκαίρως, η άνοδος της στάθμης της θάλασσας αναμένεται να καταστρέψει περίπου το 50% των παραλιών της Κύπρου τα επόμενα 50 χρόνια, είπε στο ΚΥΠΕ ο Γιώργος Ζίττης, επιστημονικός ερευνητής του Ινστιτούτου Κύπρου, στο Κέντρο Αριστείας για την Κλιματική και Ατμοσφαιρική Έρευνα.
Ο Δρ Ζίττης επισήμανε ότι η κλιματική αλλαγή, σε αντίθεση με άλλα μέρη του πλανήτη, κάνει την Κύπρο θερμότερη και ξηρότερη, με πολλαπλές επιπτώσεις στη φύση, την ανθρώπινη υγεία, την οικονομία. Σημείωσε επίσης, ότι ακόμα και σήμερα να σταματούσαμε τις εκπομπές αερίων, η θερμοκρασία αναμένεται ότι θα συνεχίσει να ανεβαίνει τα επόμενα 20-30 χρόνια και συνεπώς θα πρέπει να ληφθούν μέτρα προσαρμογής στις νέες συνθήκες.
«Η Κύπρος και η ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, η οποία είναι και ένα hot spot της κλιματικής αλλαγής, επηρεάζονται κυρίως από ολοένα και περισσότερο αυξημένες θερμοκρασίες, ιδιαίτερα την εποχή του καλοκαιριού», ανέφερε, σημειώνοντας ότι σε άλλες περιοχές του πλανήτη, για παράδειγμα στις βορειότερες περιοχές της Ευρώπης, αυτή η αύξηση παρατηρείται κυρίως τον χειμώνα.
Αυτό, ανέφερε, αυξάνει τις επιπτώσεις, καθώς βρισκόμαστε σε μια ιδιαίτερα θερμή περιοχή. Οι επιπτώσεις αυτές σχετίζονται με την αυξημένη ζήτηση της ενέργειας, για παράδειγμα για κλιματισμό, ενώ βλέπουμε επιπτώσεις στην αγροτική παραγωγή, στις καλλιέργειες, αλλά και στην ανθρώπινη υγεία. «Είχαμε πρόσφατα και δύο θανάτους από θερμοπληξία», ανέφερε. Επιπλέον, πρόσθεσε ότι και οι δασικές πυρκαγιές επίσης επηρεάζονται από τις αυξημένες θερμοκρασίες του καλοκαιριού.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό της περιοχής μας, είπε, παράλληλα με την αύξηση της θερμοκρασίας, είναι η μείωση στη βροχόπτωση. «Παρ’ ότι οι τάσεις δεν είναι τόσο ξεκάθαρες όσο της θερμοκρασίας, πηγαίνουμε σε ξηρότερες κλιματικές μέσες καταστάσεις», ανέφερε, σημειώνοντας ότι σε βορειότερα γεωγραφικά πλάτη η κλιματική αλλαγή συνεισφέρει σε μία αύξηση της βροχόπτωσης.
Σε ερώτηση για τις επιπτώσεις από τυχόν άνοδο της στάθμης της θάλασσας, ο Δρ Ζίττης σημείωσε ότι στην Κύπρο οι περισσότερες υποδομές, αεροδρόμια, λιμάνια, σταθμοί παραγωγής ενέργειας, βρίσκονται κοντά στη θάλασσα. Επίσης, το μεγαλύτερο μέρος της τουριστικής δραστηριότητας βρίσκεται στα παράλια. «Πιστεύουμε ότι θα επηρεαστούν από την άνοδο της στάθμης της θάλασσας», ανέφερε.
Πρόσθεσε ότι αν πάρουμε ένα απαισιόδοξο σενάριο, για παράδειγμα ότι συνεχίζουμε να εκπέμπουμε αέρια του θερμοκηπίου με τους σημερινούς ρυθμούς και δεν λάβουμε έγκαιρα μέτρα, «η άνοδος της στάθμης της θάλασσας αναμένεται να καταστρέψει περίπου το 50% των παραλιών της Κύπρου», διευκρινίζοντας ότι οι προβλέψεις αφορούν τα επόμενα 50 χρόνια.
Ερωτηθείς αν η κατάσταση είναι αναστρέψιμη, αν ληφθούν μέτρα, είπε ότι τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν πρέπει να είναι σε σύντομο χρονικό διάστημα, «δηλαδή την επόμενη δεκαετία να μειώσουμε τόσο πολύ το μέγεθος των εκπομπών των θερμοκηπικών αερίων, ούτως ώστε να περιοριστεί αυτή η αύξηση της θερμοκρασίας και η αύξηση της στάθμης της θάλασσας».
Παρ’ όλα αυτά, υπογράμμισε, «είναι τόσο το μέγεθος των συγκεντρώσεων, που ακόμα και σήμερα να σταματήσουμε εντελώς να εκπέμπουμε θερμοκηπικά αέρια, για τις επόμενες 2-3 δεκαετίες θα συνεχίσει να αυξάνεται η θερμοκρασία». Επομένως, ανέφερε, θα πρέπει να ληφθούν και κάποια μέτρα για την προσαρμογή μας σε αυτές τις ολοένα και θερμότερες και ξηρότερες συνθήκες.
Αυτά τα μέτρα θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν μια πιο ορθολογική χρήση των υδάτινων πόρων, πιο αποδοτικά ενεργειακά κτήρια, κλιματισμός, όπως για παράδειγμα η συζήτηση που γίνεται τώρα για τα σχολεία, πιο ανθεκτικές καλλιέργειες σε θερμότερες και ξηρότερες συνθήκες, ακόμη και αλλαγή του τουριστικού μας μοντέλου, «καθώς τα καλοκαίρια μας ίσως είναι πολύ ζεστά ακόμα και για τους τουρίστες και επομένως θα πρέπει να δούμε αν προκύπτουν κάποιες ευκαιρίες για τις λίγο πιο δροσερές εποχές του έτους», σημείωσε.
Σε ερώτηση αν τα μέτρα που λαμβάνει η Κύπρος για τον περιορισμό των εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου είναι επαρκή, είπε ότι η Κύπρος, ως κράτος μέλος της ΕΕ, πρέπει να εναρμονίζεται με τους στόχους που υπάρχουν σε ευρωπαϊκό επίπεδο, οι οποίοι, όπως είπε, είναι και αρκετά φιλόδοξοι. «Είμαστε λίγο πίσω, υπάρχει περιθώριο βελτίωσης, πχ στην ηλεκτροπαραγωγή, μπορούν να ενταθούν αυτές οι προσπάθειες», κατέληξε.