Δεν ενδείκνυται η καταχώρηση ποινικής υπόθεσης σήμερα εναντίον του οδηγού σχετικά με το θανατηφόρο τροχαίο δυστύχημα, ημερομηνίας 2 Σεπτεμβρίου 2012, με θύμα τον Ανδρέα Λοΐζου, 17 ετών, τέως από τη Μουτταγιάκα Λεμεσού, αναφέρει, σε σημερινή ανακοίνωση της, η Νομική Υπηρεσία.
Σημειώνει ότι η απόφαση αυτή δεν επηρεάζει καθ’ οιονδήποτε τρόπο τη διάγνωση αστικών δικαιωμάτων, σε τυχόν εν εξελίξει διαδικασίες, για σκοπούς αποζημιώσεων, ενώ κάνει λόγο για συνειδητή παράλειψη ενός εκ των ανακριτών να προβεί σε συγκεκριμένες ουσιώδεις ενέργειες, κάτι που επηρέασε την κρίση ως προς το θέμα της ενδεχόμενης ευθύνης για το δυστύχημα και ως εκ τούτου ενδέχεται να στοιχειοθετούνται συστατικά στοιχεία αδικήματος.
Αναφέρει, παράλληλα, σε σχέση με τις πράξεις ή παραλείψεις των ανακριτών και άλλων υπεύθυνων αστυνομικών κατά τον τότε ουσιώδη χρόνο ότι δεν δικαιολογείται η προώθηση ποινικής δίωξης εναντίον όσων συμμετείχαν στη διερεύνηση του δυστυχήματος ή προωθούσαν τον αστυνομικό φάκελο στο πλαίσιο των καθηκόντων τους, ωστόσο «σε μία περίπτωση, εξάγονται συμπεράσματα σε σχέση με τη γνώση ενός εκ των ανακριτών για την αναγκαιότητα να προβεί σε συγκεκριμένες ουσιώδεις ενέργειες και ταυτόχρονα, διαπιστώνεται συνειδητή παράλειψή του να προβεί σε αυτές».
«Η συνέπεια των παραλείψεων επηρέασε την κρίση ως προς το θέμα της ενδεχόμενης ευθύνης για το δυστύχημα και θεωρούμε ότι ενδέχεται να στοιχειοθετούνται τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος του άρθρου 134 Π.Κ. Η προκείμενη, δεν είναι η περίπτωση όπου ένας ανακριτής αποφασίζει, έστω και λανθασμένα, ασκώντας την κρίση του επί γεγονότων, για ζήτημα ευθύνης. Εάν η διερεύνηση της υπόθεσης δεν είναι άρτια και οφείλεται σε ουσιώδεις παραλείψεις ανακριτή, ο οποίος είχε τη γνώση ότι συγκεκριμένες ενέργειες έπρεπε να γίνουν, τότε η απόφαση πάσχει στην ουσία λόγω παραμέλησης υπηρεσιακού καθήκοντος», προσθέτει η Νομική Υπηρεσία.
Σημειώνει, επίσης, ότι τους προβλημάτισε ο χρόνος που διέρρευσε για τυχόν προώθηση ποινικής υπόθεσης για το αδίκημα του άρθρου 134 Π.Κ.
«Θεωρούμε ότι διαφοροποιείται η απόφαση αυτή από την απόφαση για μη προώθηση ποινικής δίωξης εναντίον του οδηγού του αυτοκινήτου, εφόσον, στην παρούσα περίπτωση, κρίνουμε ότι επαγγελματίες και υπεύθυνοι ανακριτές, οι οποίοι καθορίζουν την πορεία των ερευνών και γνωρίζουν ποιες ενέργειες επιβάλλεται να γίνουν, αναμένεται ότι θα εκτελούν το καθήκον τους με συνείδηση και υψηλό αίσθημα ευθύνης. Στην προκείμενη περίπτωση είναι λόγω της ισχυριζόμενης παραμέλησης εκτέλεσης υπηρεσιακού καθήκοντος που οδηγήθηκε η όλη υπόθεση σε λανθασμένη κατεύθυνση», συμπληρώνει η Νομική Υπηρεσία στην ανακοίνωση της.
Ιστορικό διαβίβασης της υπόθεσης στη Νομική Υπηρεσία
Σύμφωνα με την ανακοίνωση της Νομικής Υπηρεσίας, μετά την επανεξέταση από την Αστυνομία του θανατηφόρου τροχαίου δυστυχήματος, ημερομηνίας 2 Σεπτεμβρίου 2012, με θύμα τον Ανδρέα Λοΐζου, 17 ετών, τέως από τη Μουτταγιάκα Λεμεσού, ο φάκελος της υπόθεσης διαβιβάστηκε στη Νομική Υπηρεσία.
Αντικείμενο μελέτης έχοντας πλέον υπόψη όλο το μαρτυρικό υλικό, συμπεριλαμβανομένης και της μαρτυρίας που περισυνελλέγη στο στάδιο της επανεξέτασης, αποτέλεσαν δύο ζητήματα: Κατά πόσον ενδείκνυται η άσκηση ποινικής δίωξης εναντίον του οδηγού του αυτοκινήτου με το οποίο συγκρούστηκε το μοτοποδήλατο του αποβιώσαντα, στη βάση του άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα, που αφορά στην πρόκληση θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης, και Κατά πόσον ανακριτές που μετείχαν στη διερεύνηση του θανατηφόρου δυστυχήματος ενδείκνυται να κατηγορηθούν για το αδίκημα του άρθρου 134 του Ποινικού Κώδικα (Π.Κ.), που ποινικοποιεί την εσκεμμένη παραμέληση καθήκοντος από δημόσιο λειτουργό.
Τεκμηριωμένες εισηγήσεις επί των ως άνω κατέδειξαν ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο, πληρούνταν τα κριτήρια για την απόφαση ποινικής δίωξης εναντίον του οδηγού του αυτοκινήτου με το οποίο συγκρούστηκε το μοτοποδήλατο του αποβιώσαντα, και πάντοτε έχοντας υπόψη ότι η αιτιολόγηση αφορά στην απόφαση για άσκηση ποινική δίωξης, και όχι ευρήματα ενοχής εφόσον υπάρχει το τεκμήριο της αθωότητας, η Νομική Υπηρεσία εξηγεί ότι ο οδηγός του αυτοκινήτου με το οποίο συγκρούστηκε το μοτοποδήλατο του αποβιώσαντα, ενώ είχε επαρκή ορατότητα και αντιλήφθηκε ότι άγνωστο αυτοκίνητο εισήλθε στη δική του λωρίδα, παρέλειψε να λάβει εγκαίρως οποιαδήποτε αποτρεπτικά μέτρα, π.χ. εφαρμογή φρένων ή να οδηγήσει νωρίτερα προς τα αριστερά σύμφωνα με την πορεία του.
Προφανώς, σημειώνει, σε τούτο συνέτεινε και η κατανάλωση αλκοόλης, καθότι, κατά την επανεξέταση της υπόθεσης, καταδείχθηκε ότι σε κάθε ουσιώδη χρόνο ο οδηγός του αυτοκινήτου υπολογίζεται ότι οδηγούσε υπό την επήρεια αλκοόλης πέραν του επιτρεπτού ορίου, με την αναμενόμενη συμπτωματολογία.
Η Νομική Υπηρεσία αναφέρει ότι σύμφωνα με τη θέση που διατύπωσε στην κατάθεσή του ο οδηγός του αυτοκινήτου, ο ίδιος ανέμενε να δει πρώτα την αντίδραση του οδηγού του άλλου αυτοκινήτου και μόνο όταν αντιλήφθηκε ότι το άγνωστο αυτοκίνητο συνέχιζε στην ίδια πορεία, προέβη σε απότομους ελιγμούς, με αποτέλεσμα να χάσει τον έλεγχο του αυτοκινήτου του, να εισέλθει στην αντίθετη λωρίδα κυκλοφορίας, να προσκρούσει στον δεξιό τοίχο της σήραγγας και ακολούθως να συγκρουστεί με το μοτοποδήλατο, στο οποίο επέβαινε ο αποβιώσας με ακόμα έναν επιβάτη.
Προσθέτει ότι σύμφωνα με μαρτυρία, η άγνωστη οδηγός προσπέρασε τα δύο μοτοποδήλατα και επανήλθε στη λωρίδα της δικής της κυκλοφορίας, και δεν υπήρξε σύγκρουση μεταξύ των δύο οχημάτων.
«Η σύγκρουση του οδηγού του αυτοκινήτου με το μοτοποδήλατο επεσυνέβη μετά που το άγνωστο αυτοκίνητο εισήλθε στην αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας. Υπήρξε, δηλαδή, μαρτυρία που κατέδειξε την αντίληψη κινδύνου από τον οδηγό του αυτοκινήτου. Αντικειμενικά δημιουργήθηκε μια επικίνδυνη κατάσταση, που έπρεπε να θέσει σε άμεση και/ή έγκαιρη εγρήγορση τον οδηγό του αυτοκινήτου, και όχι να την αγνοήσει αναμένοντας την αντίδραση της άγνωστης οδηγού. Η ως άνω παράλειψη του οδηγού να αντιδράσει εγκαίρως και ενώ υπήρχε ο χρόνος, κατέστησε την οδήγησή του επικίνδυνη (συστατικό στοιχείο του άρθρου 210 Π.Κ.) κατά την άποψή μας», αναφέρει.
Λαμβάνοντας όμως, ενδεικτικά και μόνο, υπόψη την παρέλευση μεγάλου χρονικού διαστήματος από τον χρόνο που επεσυνέβη το δυστύχημα, γεγονός που αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα και άπτεται πολλών άλλων παραμέτρων, με σοβαρό ενδεχόμενο την ύπαρξη απόφασης Δικαστηρίου για κατάχρηση διαδικασίας, παραβίασης του δικαιώματος για δίκαιη δίκη ως επίσης και παραβίαση του συνταγματικού δικαιώματος για την έγκαιρη διάγνωση της ποινικής ευθύνης εντός εύλογου χρόνου, βλ. Χαραλαμπίδη v. Αστυνομίας (2004) 2 ΑΑΔ330, Ευσταθίου v. Αστυνομίας (1990) 2ΑΑΔ 294, τη μη εξασφάλιση οποιασδήποτε ουσιώδους νέας μαρτυρίας, η οποία δεν μπορούσε να εξασφαλιστεί κατά τον τότε χρόνο, την πεποίθηση που εύλογα δημιουργήθηκε στον οδηγό του οχήματος στα τόσα χρόνια που διέρρευσαν του δυστυχήματος ότι δεν θα αντιμετωπίσει ποινική δίωξη, ως η τότε εισήγηση της Αστυνομίας και η απόφαση της Νομικής Υπηρεσίας, τη μεταβολή των προσωπικών και οικογενειακών συνθηκών του οδηγού του οχήματος στον χρόνο που μεσολάβησε, «καταλήγουμε ότι δεν ενδείκνυται η καταχώρηση ποινικής υπόθεσης εναντίον του οδηγού σήμερα».
Σημειώνει ότι η ως άνω απόφαση δεν επηρεάζει καθ’ οιονδήποτε τρόπο τη διάγνωση αστικών δικαιωμάτων, σε τυχόν εν εξελίξει διαδικασίες, για σκοπούς αποζημιώσεων.
Αναφέρει, επίσης, ότι σε σχέση με τις εξετάσεις προς εντοπισμό της άγνωστης οδηγού, φαίνεται ότι δεν έγιναν όλες οι ενδεδειγμένες ενέργειες κατά τον τότε ουσιώδη χρόνο.
«Δυστυχώς, ούτε και κατά την επανεξέταση, και παρόλες τις εξετάσεις που έγιναν, δεν προέκυψε οποιαδήποτε μαρτυρία, η οποία να οδηγεί στην ταυτότητα της άγνωστης οδηγού. Τούτο όμως δεν επηρεάζει τη διαπίστωση τυχόν ευθύνης του οδηγού του αυτοκινήτου, ανεξαρτήτως τυχόν ευθύνης και της άγνωστης οδηγού. Η αναφορά σε άγνωστη οδηγό δικαιολογείται λόγω της υπάρχουσας μαρτυρίας», προσθέτει.
Σε σχέση με τις πράξεις ή παραλείψεις των ανακριτών και άλλων υπεύθυνων αστυνομικών κατά τον τότε ουσιώδη χρόνο, η Νομική Υπηρεσία αναφέρει ότι έχει μελετηθεί το ενδεχόμενο διάπραξης του αδικήματος της εσκεμμένης παραμέλησης υπηρεσιακού καθήκοντος από δημόσιο λειτουργό (άρθρο 134 Π.Κ.), το οποίο, στην ουσία, καθορίζει ως απαραίτητο συστατικό στοιχείο, μεταξύ άλλων, την εσκεμμένη παραμέληση καθήκοντος.
«Από το μαρτυρικό υλικό, πλην μίας περίπτωσης που θα αναφερθούμε και θα επεξηγήσουμε στη συνέχεια, δεν διαπιστώθηκε εσκεμμένη παραμέληση υπηρεσιακού καθήκοντος. Ως εκ τούτου, δεν δικαιολογείται η προώθηση ποινικής δίωξης εναντίον όσων συμμετείχαν στη διερεύνηση του δυστυχήματος ή προωθούσαν τον αστυνομικό φάκελο στο πλαίσιο των καθηκόντων τους», σημειώνει.
Αναφέρει, παράλληλα, ότι η δυσκολία στοιχειοθέτησης των συστατικών στοιχείων του αδικήματος της εσκεμμένης παραμέλησης υπηρεσιακού καθήκοντος (άρθρο 134 Π.Κ.), είναι δεδομένη και έχει αναλυθεί μέσω της νομολογίας, με εφαρμογή των σχετικών αρχών στα γεγονότα της υπόθεσης, βλ. Archbold 2019, παρ. 17-44 και 17-45, με αναφορά στην καθοδηγητική υπόθεση R. V. Sheppard and Another (1981), στην οποία δίδεται η ερμηνεία της λέξης “wilfully”, Blackstone’s Criminal Practice 2019. παρ. Α2.13, στην απόφαση της Δικαστικής Επιτροπής της Βουλής των Λόρδων R. v. G. and another (2004) 1 Cr. App. R-21.
«Ωστόσο, σε μία περίπτωση, εξάγονται συμπεράσματα σε σχέση με τη γνώση ενός εκ των ανακριτών για την αναγκαιότητα να προβεί σε συγκεκριμένες ουσιώδεις ενέργειες και ταυτόχρονα, διαπιστώνεται συνειδητή παράλειψή του να προβεί σε αυτές. Η συνέπεια των παραλείψεων επηρέασε την κρίση ως προς το θέμα της ενδεχόμενης ευθύνης για το δυστύχημα και θεωρούμε ότι ενδέχεται να στοιχειοθετούνται τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος του άρθρου 134 Π.Κ.», σημειώνει
Η προκείμενη, αναφέρει η Νομική Υπηρεσία, δεν είναι η περίπτωση όπου ένας ανακριτής αποφασίζει, έστω και λανθασμένα, ασκώντας την κρίση του επί γεγονότων, για ζήτημα ευθύνης.
«Εάν η διερεύνηση της υπόθεσης δεν είναι άρτια και οφείλεται σε ουσιώδεις παραλείψεις ανακριτή, ο οποίος είχε τη γνώση ότι συγκεκριμένες ενέργειες έπρεπε να γίνουν, τότε η απόφαση πάσχει στην ουσία λόγω παραμέλησης υπηρεσιακού καθήκοντος. Μας προβλημάτισε ο χρόνος που διέρρευσε για τυχόν προώθηση ποινικής υπόθεσης για το αδίκημα του άρθρου 134 Π.Κ. Θεωρούμε ότι διαφοροποιείται η απόφαση αυτή από την απόφαση για μη προώθηση ποινικής δίωξης εναντίον του οδηγού του αυτοκινήτου, εφόσον, στην παρούσα περίπτωση, κρίνουμε ότι επαγγελματίες και υπεύθυνοι ανακριτές, οι οποίοι καθορίζουν την πορεία των ερευνών και γνωρίζουν ποιες ενέργειες επιβάλλεται να γίνουν, αναμένεται ότι θα εκτελούν το καθήκον τους με συνείδηση και υψηλό αίσθημα ευθύνης», προσθέτει.
Σημειώνει ότι στην προκείμενη περίπτωση είναι λόγω της ισχυριζόμενης παραμέλησης εκτέλεσης υπηρεσιακού καθήκοντος που οδηγήθηκε η όλη υπόθεση σε λανθασμένη κατεύθυνση.
«Όλα όσα αναφέρονται πιο πάνω θα είναι η θέση της Κατηγορούσας Αρχής. Ο κατηγορούμενος έχει το τεκμήριο της αθωότητας, το οποίο δεν ανατρέπεται, παρά μόνο αν και εφόσον καταδικαστεί από αρμόδιο δικαστήριο», τονίζει η Νομική Υπηρεσία και επαναλαμβάνει ότι οι όποιες άλλες παραλείψεις των αστυνομικών είναι τέτοιας φύσης και βαθμού που δεν δικαιολογείται, υπό τις περιστάσεις, η προώθηση ποινικής υπόθεσης εναντίον τους.
«Νοείται ότι εναπόκειται στην αρμόδια Αρχή η μελέτη όλου του μαρτυρικού υλικού, των εκθέσεων και των καταθέσεων, συμπεριλαμβανομένων και αυτών της επανεξέτασης, για την αξιολόγηση του ενδεχόμενου έναρξης διαδικασίας για πειθαρχική έρευνα. Καθ’ όσον αφορά στην ευθύνη του οδηγού, σε προηγούμενη απόφαση που λήφθηκε από τη Νομική Υπηρεσία, αποφασίστηκε η μη άσκηση ποινικής δίωξης για το αδίκημα του άρθρου 210 Π.Κ. Είναι αναμενόμενο σε κάποιες περιπτώσεις, κατά την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας Εισαγγελέων/Κατηγόρων ως προς τη λήψη απόφασης για άσκηση ή μη ποινικής δίωξης, η διατύπωση διαφορετικών απόψεων», προσθέτει.
Αυτό, σημειώνει η Νομική Υπηρεσία, δεν είναι λάθος, νοουμένου ότι οι όποιες αποφάσεις αξιολογούν όλα τα σχετικά ζητήματα που είναι ενώπιόν τους και καταλήγουν σε αιτιολογημένη απόφαση.
«Στην προκείμενη περίπτωση, η διαφοροποίηση της απόφασης της Νομικής Υπηρεσίας βασίστηκε σε ανεξάρτητη, ενδελεχή επανεξέταση και επαναξιολόγηση όλων των σχετικών στοιχείων, όπως αναφέρεται πιο πάνω», καταλήγει η Νομική Υπηρεσία, στην ανακοίνωση της.