Για παραβίαση της νομοθεσίας που αφορά την αναστολή της καταβολής συντάξεων σε εν ενεργεία κρατικούς αξιωματούχους αναφέρεται σε ανακοίνωσή της η Ελεγκτική Υπηρεσία. Σε αυτή, σημειώνει ότι ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας συμβουλεύει τον Γενικό Λογιστή να παραβιάζει τον νόμο, επειδή ο ίδιος ο Γενικός Εισαγγελέας αποφάσισε να κηρύξει τον νόμο αντισυνταγματικό.
Η Ελεγκτική Υπηρεσία, με επιστολή ημερομηνίας 16.1.2024 προς τον Γενικό Λογιστή της Δημοκρατίας επισήμανε ότι από το 2014 το Γενικό Λογιστήριο “παράνομα καταβάλλει σε εν ενεργεία κρατικούς αξιωματούχους σύνταξη από την προηγούμενη θητεία τους ως βουλευτές, Υπουργοί κ.λπ.”, σημειώνοντας ότι ο περί Συντάξεων (Ορισμένοι Αξιωματούχοι της Δημοκρατίας) Νόμος του 1980 προβλέπει ρητά ότι η σύνταξη των αξιωματούχων που καλύπτει ο Νόμος (Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Πρόεδρος της Βουλής, Υπουργοί, Υφυπουργοί και Βουλευτές), αναστέλλεται αν αναλάβουν «οιονδήποτε έτερον λειτούργημα ή αξίωμα εν τη Δημοκρατία».
Όπως αναφέρει, η πρόνοια αυτή ισχύει από το 1980 και τεκμαίρεται συνταγματική. Εφόσον ισχύει από τη στιγμή που κάποιος διορίζεται στο αξίωμα, λαμβάνεται υπόψη στη σύνταξη που θεμελιώνει και συνεπώς πλέον δεν υπάρχει βάση για να κριθεί αντισυνταγματική, ιδίως αφού στην πράξη όλα τα επηρεαζόμενα πρόσωπα διορίστηκαν μετά τη ψήφιση του νόμου.
Την Πέμπτη, το Γενικό Λογιστήριο ανακοίνωσε ότι έλαβε γνωμάτευση από τον Γενικό Εισαγγελέα πως θα πρέπει να διενεργεί πληρωμές “κατά παράβαση της πιο πάνω ρητής πρόνοιας της νομοθεσίας”, όπως αναφέρει στην ανακοίνωσή της η ΕΥ, επειδή αλλιώς αυτοί θα προσφύγουν στο δικαστήριο και «η επιτυχία των αιτητών θα ήταν δεδομένη».
“Πρόκειται για πρωτοφανείς θέσεις. Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας συμβουλεύει τον Γενικό Λογιστή να παραβιάζει τον νόμο και να διενεργεί πληρωμές κατά παράβασή του, επειδή ο ίδιος ο Γενικός Εισαγγελέας αποφάσισε να κηρύξει τον νόμο αντισυνταγματικό”, λέει η Ελεγκτική Υπηρεσία, σημειώνοντας ότι μόνο τα δικαστήρια μπορούν να κηρύξουν νόμο ως αντισυνταγματικό και, εκτός εάν γίνει τούτο, κάθε νόμος τεκμαίρεται ως συνταγματικός. Προσθέτει ότι, σύμφωνα με τη νομολογία, ακόμη και τα δικαστήρια, όταν τίθεται θέμα αντισυνταγματικότητας οποιασδήποτε πρόνοιας Νόμου, υπάρχει τεκμήριο συνταγματικότητας και προτού το Δικαστήριο κηρύξει την πρόνοια ως αντισυνταγματική, οφείλει να ικανοποιηθεί, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.
Σύμφωνα με την Ελεγκτική Υπηρεσία, αυτή η αναστολή εφαρμόζεται επιλεκτικά. Η σύνταξη του τέως Προέδρου της Βουλής, Μάριου Καρογιάν αναστάλθηκε το 2021 μόλις αυτός εξελέγη εκ νέου Βουλευτής, δεν αναστάλθηκε όμως η σύνταξη του Υπουργού Οικονομικών όταν αυτός διορίστηκε εκ νέου Υπουργός.
Ο Γενικός Λογιστής, στην ανακοίνωσή του, επικαλείται και το δημόσιο συμφέρον, σημειώνει η ΕΥ. “Σημειώνουμε ότι, όπως ο αείμνηστος πρώην Γενικός Εισαγγελέας Αλέκος Μαρκίδης είχε εξηγήσει από το 1996, «το δημόσιο συμφέρον δεν μπορεί να θεμελιώσει απαλλαγή από την αρχή της νομιμότητας, αλλά αντιθέτως το δημόσιο συμφέρον είναι μόνο ό,τι τα συνταγματικώς οριζόμενα όργανα, κατά τη συνταγματικώς καθοριζόμενη ιεραρχία και διαδικασία ορίζουν ως δημόσιο συμφέρον. Τα όργανα αυτά είναι ο συντακτικός νομοθέτης, ο κοινός νομοθέτης και η Κυβέρνηση/διοίκηση, με αυτήν την ιεραρχική προτεραιότητα»”, προσθέτει, αναφέροντας ότι αν η διοίκηση πίστευε ότι ο νόμος είναι αντισυνταγματικός, όφειλε να προωθήσει τροποποίηση ή κατάργησή του. “Το κράτος δικαίου προφανώς απειλείται”, υπογραμμίζει.
Στη βάση των πιο πάνω, θέση της Υπηρεσίας παραμένει πως η πληρωμή συντάξεων, τις οποίες ο νόμος ρητά προβλέπει πως έπρεπε να ανασταλούν, είναι «πρόδηλα και εξ ορισμού παράνομη».
Η γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα σημαίνει και κάτι άλλο, ακόμη πιο σοβαρό, αναφέρει η ΕΥ. Αν η πρόνοια του νόμου του 1980 περί αναστολής σύνταξης Υπουργού ή βουλευτή σε περίπτωση ανάληψης νέου αξιώματος είναι αντισυνταγματική για κάποιον που διορίστηκε για πρώτη φορά Υπουργός ή εξελέγη για πρώτη φορά βουλευτής το 2010, ή 2015 ή 2018, “τότε είναι σαν να λέμε ότι, ποτέ και κανένας νόμος, δεν θα μπορεί να άρει αυτή τη στρέβλωση για το μέλλον”.
Στην ανακοίνωσή της, η ΕΥ φέρει ως παράδειγμα την περίπτωση του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα. Το 2018 όταν διορίστηκε Υπουργός, ο νόμος προϋπήρχε από το 1980 και έλεγε ότι, αν ποτέ αναλάβει, οποιοδήποτε αξίωμα η σύνταξη Υπουργού θα ανασταλεί. “Το γνώριζε και ήταν δεδομένο όταν υπηρετούσε και θεμελίωνε τη σύνταξη του Υπουργού. Το Ανώτατο Δικαστήριο έχει εξηγήσει ότι «η προσδοκία απόκτησης αξίωσης για σύνταξη, γεννάται κατά τον χρόνο της πρόσληψης, συνιστά, εν δυνάμει, ιδιοκτησία και αποκρυσταλλώνεται ως ιδιοκτησιακό δικαίωμα με τη συμπλήρωση συντάξιμης υπηρεσίας σε συντάξιμη θέση». Είναι συνεπώς η θέση μας ότι, όταν ο κ. Αγγελίδης αισίως φθάσει στην ηλικία των 60, και νοουμένου ότι θα κατέχει ακόμη το αξίωμά του, η σύνταξη του ως πρώην Υπουργός θα πρέπει να ανασταλεί, και αυτό είναι απόλυτα νόμιμο και συνταγματικό. Με τη γνωμάτευση που έδωσε τώρα ο Γενικός Εισαγγελέας, ο κ. Αγγελίδης όταν γίνει 60 χρονών, παράνομα θα λαμβάνει σύνταξη Υπουργού ενώ θα υπηρετεί ως Βοηθός Γενικού Εισαγγελέα”, αναφέρει.
Τέλος, η ΕΥ σημειώνει ότι με δεδομένη την πρόσφατη γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα, “θεωρούμε ότι η Κυβέρνηση ουδέποτε θα είναι σε θέση να καταθέσει νομοσχέδια που θα μπορούν να άρουν τις στρεβλώσεις στα θέματα πολλαπλών συντάξεων. Είναι συνεπώς θέση μας ότι η Βουλή των Αντιπροσώπων θα πρέπει να προχωρήσει με την εξέταση και προώθηση των κειμένων που τους διαβιβάσαμε τον Νοέμβριο του 2023 και τα οποία οι Υπηρεσίες της Βουλής επεξεργάστηκαν νομοτεχνικά”. Αν ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας λάβει γνωμάτευση από το Γενικό Εισαγγελέα ότι οι νόμοι είναι αντισυνταγματικοί, αυτοί θα σταλούν στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο που είναι το μόνο αρμόδιο να αποφασίσει, καταλήγει.