Τα πρόσφατα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου αφήνουν την πόρτα ανοιχτή για την ΕΕ να παρέμβει στο Κυπριακό «εάν αισθανθούμε συλλογικά ότι θα ήταν χρήσιμο για τη διαδικασία», τόνισε ο Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Σαρλ Μισέλ, σε συνέντευξη που παραχώρησε σε ομάδα ευρωπαϊκών ΜΜΕ, μεταξύ τους και του ΚΥΠΕ, με αφορμή τη συμπλήρωση 20 χρόνων από τη μεγάλη διεύρυνση του 2004.
Ο κ. Μισέλ σημείωσε πως τα συμπεράσματα κάνουν λόγο για την ετοιμότητα της ΕΕ να χρησιμοποιήσει τα εργαλεία που έχει στη διάθεσή της, διατύπωση που όπως είπε είναι σκόπιμα ασαφής και «αφήνει την πόρτα ανοιχτή».
Στη συνέντευξή του ο Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου υπογράμμισε τη σημασία της διεύρυνσης του 2004, επισημαίνοντας πως μια ΕΕ των 15 κρατών μελών θα ήταν πιο αδύναμη σήμερα απέναντι στις γεωπολιτικές προκλήσεις, τόνισε πως η ΕΕ και οι υποψήφιες για ένταξη χώρες θα πρέπει να είναι έτοιμες για την επόμενη διεύρυνση μέχρι το 2030, ενώ αναφέρθηκε εκτενώς στην διαμόρφωση της Στρατηγικής Ατζέντας για το μέλλον της ΕΕ, μεταξύ άλλων για θέματα ανταγωνιστικότητας και άμυνας.
Απαντώντας σε ερώτηση του ΚΥΠΕ για το μέλλον του Κυπριακού, ο κ. Μισέλ υπογράμμισε πως «θέλουμε την καλύτερη δυνατή σχέση με την Τουρκία – αυτό είναι το συμφέρον της Τουρκίας, αυτό είναι το δικό μας συμφέρον – και παράλληλα, είμαστε αποφασισμένοι να δείξουμε ειλικρινή αλληλεγγύη προς την Κύπρο».
«Αυτή είναι η βάση για τα συμπεράσματα στα οποία έχουμε συμφωνήσει. Αυτό είναι ένα ξεκάθαρο μήνυμα που στείλαμε στους φίλους μας στην Κύπρο» πρόσθεσε, παραπέμποντας στα συμπεράσματα του έκτακτου Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Απριλίου, όπου υπάρχουν αναφορές στον ρόλο του Κυπριακού ως παραμέτρου των σχέσεων ΕΕ – Τουρκίας, και για το πώς οι σχέσεις αυτές μπορούν να προχωρήσουν.
Κληθείς να σχολιάσει τη συμμετοχή της ΕΕ στην προσπάθεια επίλυσης του Κυπριακού, ο κ. Μισέλ τόνισε ότι «υπάρχει μια διαδικασία του ΟΗΕ (για διευθέτηση του Κυπριακού», για την οποία έχει συζητήσει «αρκετές άμεσα με τον Αντόνιο Γκουτέρες», ενώ αναφέρθηκε και στην συνάντηση που επρόκειτο να έχει την ίδια ημέρα (η συνέντευξη πραγματοποιήθηκε τη Δευτέρα) με την προσωπική απεσταλμένη του ΓΓ του ΟΗΕ γι ατο Κυπριακό.
«Τα συμπεράσματα είναι ξεκάθαρα» συνέχισε. «Είμαστε έτοιμοι να χρησιμοποιήσουμε εργαλεία, και αυτό είναι σκόπιμα ασαφές, αφήνει την πόρτα ανοιχτή, εάν αισθανθούμε συλλογικά ότι θα ήταν χρήσιμο για τη διαδικασία» σημείωσε.
«Δεν θέλω να προδικάσω» πρόσθεσε, συνεχίζοντας όμως πως «σε καλό συντονισμό με τις κυπριακές αρχές, με τα Ηνωμένα Έθνη, με την τουρκική πλευρά, με τα κράτη μέλη μας, παρακολουθούμε πολύ στενά τι μπορούμε να κάνουμε για να είμαστε χρήσιμοι, να αλλάξουμε την κατάσταση (to be transformative), να φέρουμε αποτελέσματα».
– Δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις
Σε ερώτηση του ΚΥΠΕ για την πορεία των δημοκρατικών μεταρρυθμίσεων σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο κ. Μισέλ υπογράμμισε πως καθώς έχει υπάρξει για αρκετά χρόνια αρχικά μέλος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου (ως πρωθυπουργός του Βελγίου) και στη συνέχεια Πρόεδρος του σώματος «έχω προσωπικά ιδέες λόγω της εμπειρίας μου για το πώς μπορούμε να ενισχύσουμε τις δημοκρατικές δυνάμεις της ΕΕ και επίσης την αποτελεσματικότητα της ΕΕ». Υπογράμμισε πάντως πως «αν η Συνθήκη της Λισαβόνας γινόταν ξανά πλήρως σεβαστή και γίνονταν σεβαστές οι θεσμικές ισορροπίες» η ΕΕ θα ήταν πιο αποτελεσματική.
Σχολιάζοντας προτάσεις όπως την άμεση εκλογή των επικεφαλής ευρωπαϊκών θεσμών ή τη δημιουργία μιας ευρωπαϊκής επικράτειας στις ευρωεκλογές, σημείωσε πως «από ιδεολογικής άποψης, μου αρέσουν πραγματικά αυτές οι ιδέες».
«Γνωρίζω όμως πώς θα ήταν δύσκολο να εφαρμοστούν τα επόμενα χρόνια, λόγω των περιορισμών που αντιμετωπίζουμε στη διαδικασία λήψης αποφάσεων» σημείωσε.
Ο κ. Μισέλ ανέφερε πως «βραχυπρόθεσμα, μεσοπρόθεσμα, οι προτεραιότητες θα πρέπει να είναι αυτό που αναφέραμε, η στρατηγική ατζέντα, η ανταγωνιστικότητα, η ασφάλεια, η άμυνα, η διεύρυνση» και εκτίμησε ότι «πιθανότατα σε λίγα χρόνια, αργά ή γρήγορα, θα υπάρξει μια θεσμική δυναμική για (τη συζήτηση για) το μέλλον της ΕΕ», αλλά πως δεν βλέπει να υπάρχει η απαραίτητη δυναμική «τους επόμενους μήνες, ούτε καν τα επόμενα ένα, δύο, τρία χρόνια».
Αναφερόμενος στις προτεραιότητες που έχει ήδη μπροστά της η ΕΕ, τόνισε πως «αν να αφιερώσουμε πολιτική ενέργεια για πολιτικές διαμάχες» για «τη μεταρρύθμιση των συνθηκών, νομίζω ότι στο τέλος δεν θα φέρουμε αποτελέσματα» ενώ δεν θα γίνουν ούτε αυτά που χρειάζονται για την ανταγωνιστικότητα, την ανάπτυξη, την καινοτομία, την απασχόληση, την ασφάλεια και την άμυνα.
– Να προετοιμαστούμε για διεύρυνση
Μιλώντας για τα 20 χρόνια από τη διεύρυνση του 2004, ο κ. Μισέλ υπογράμμισε πως λόγω της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία «υπάρχει μια αναζωογόνηση της στρατηγικής διεύρυνσης» η οποία αποτελεί «ξεκάθαρη γεωπολιτική επιλογή». Όπως είπε, τα τελευταία χρόνια λήφθηκαν θεμελιώδεις αποφάσεις προς την κατεύθυνση της διεύρυνσης, ιδιαίτερα σε σχέση με τα Δυτικά Βαλκάνια.
Υπενθυμίζοντας πως μιλώντας πρόσφατα στο Στρατηγικό Φόρουμ στο Μπλεντ της Σλοβενίας επανέλαβε την εκτίμησή του πως ΕΕ και οι υποψήφιες χώρες πρέπει να είναι έτοιμες μέχρι το 2030, δήλωσε πως για τις υποψήφιες χώρες αυτό σημαίνει πως «πρέπει να θέσουν σε εφαρμογή όλα όσα χρειάζονται για τον σεβασμό του κεκτημένου της ΕΕ, του κράτους δικαίου και της δικαιοσύνης».
Από την πλευρά της ΕΕ, η προετοιμασία αυτή σημαίνει πως «πρέπει να είμαστε έτοιμοι», κάτι στο οποίο εστιάζει η συζήτηση την οποία έχει ξεκινήσει με τους ηγέτες των κρατών μελών για τη Στρατηγική Ατζέντα εν όψει των αποφάσεων των Ιούνιο.
Μπορείτε να φανταστείτε για λίγο ποια θα ήταν η κατάσταση χωρίς τη μεγάλη διεύρυνση του 2004;» διερωτήθηκε ο κ. Μισέλ, σημειώνοντας πως μια μικρότερη ΕΕ 15 χωρών θα ήταν «μια μικρότερη εσωτερική αγορά, και αυτό θα σήμαινε εκ των πραγμάτων ένα σιδηρούν παραπέτασμα και εκ των πραγμάτων πιθανώς μια πολιτική και ιδεολογική προσπάθεια κατοχής αυτών των χωρών από το Κρεμλίνο και τη Ρωσία», και περισσότερες αδυναμίες και τρωτά σημεία για την ΕΕ.
«Η επιλογή που κάναμε το 2004 συνέβαλε στο να γίνει η ΕΕ ισχυρότερη, αποτελεσματικότερη και ανθεκτικότερη» τόνισε.
Κληθείς να σχολιάσει ποια θεωρούσε πως ήταν η θετικότερη έκπληξη αλλά και η μεγαλύτερη πρόκληση από τη διεύρυνση του 2004, ο κ. Μισέλ σημείωσε αρχικά πως η θετικότερη εξέλιξη ήταν η οικονομική πρόοδος που σημείωσαν τα νέα κράτη μέλη μέσα σε λίγα χρόνια. Αυτό, συνέχισε, συνέβη επειδή «καταφέραμε να θέσουμε σε εφαρμογή μια διαδικασία με ρεαλιστικά βήματα, μεταξύ άλλων και σε πολύ ευαίσθητους τομείς όπως η γεωργία ή η κινητικότητα», με αποτέλεσμα το κατά κεφαλήν ΑΕΠ των νέων κρατών μελών να αυξηθεί το κατά κεφαλήν ΑΕΠ από 50% με 55% του μέσου όρου της ΕΕ σε 80% του κοινοτικού μέσου όρου, ενώ επεσήμανε και την πρόοδο που έγινε σε σχέση με την ανεργία.
Τα αποτελέσματα αυτά, συνέχισε, «είναι άμεση συνέπεια της αποφασιστικότητας των χωρών αυτών, μάλλον καθώς ήταν υπαρξιακό ζήτημα για αυτές να ενταχθούν στην ευρωπαϊκή ιδέα», και για αυτό «αποφάσισαν να ευθυγραμμίσουν τις πολιτικές τους και θα έλεγα τις καρδιές τους με αυτόν τον κοινό στρατηγικό στόχο».
Απαντώντας τι μπορεί να θεωρήσει ως απογοήτευση των τελευταίων 20 χρόνων, ο κ. Μισέλ προτίμησε να κάνει λόγο για «πρόκληση» παραπέμποντας την ενότητα της ΕΕ και στις δυσκολίες που αντιμετώπισαν σε αυτόν τον τομέα οι 28 και μετά 27 χώρες της ΕΕ. «Αλλά παρά τις προκλήσεις, παρά τις δυσκολίες, τους περιορισμούς, τα εμπόδια, τα καταφέρνουμε» συνέχισε, παραπέμποντας στην κοινή προσέγγιση που επιτεύχθηκε μεταξύ των 27 για την αντιμετώπιση της πανδημίας, καθώς και για την κλιματική αλλαγή και τις επιπτώσεις του πολέμου στην Ουκρανία.
«Είμαστε εξαιρετικά ενωμένοι, παρά τις συζητήσεις, τις δυσκολίες και τις ευαισθησίες ορισμένων μελών μας» ανέφερε.
Απαντώντας σε ερώτηση για το τι μαθήματα αντλεί η ΕΕ από τις περιπτώσεις της Ουγγαρίας και της Πολωνίας, ο κ. Μισέλ σημείωσε πως «εργαζόμαστε για να ενισχύσουμε τα θεσμικά μας εργαλεία», παραπέμποντας στη συζήτηση που έγινε για να μπει στο πλαίσιο του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας αλλά και του νέου Πολυετούς Δημοσιονομικού Πλαισίου, του μηχανισμού αιρεσιμότητας για το κράτος δικαίου.
Όπως είπε, «υπάρχει μια δημοκρατική συζήτηση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, κάποτε ακόμα και στο Συμβούλιο, σχετικά με το τι χρειάζεται για να βρεθούν αυτοί οι έλεγχοι και οι ισορροπίες, που διασφαλίζουν ότι δεν θα τα παρατήσουμε και ότι θα έχουμε ένα υψηλό επίπεδο φιλοδοξίας για όλα τα κράτη μέλη μας», κάτι που όπως είπε αφορά την κατάσταση του κράτους δικαίου και στα 27 κράτη μέλη.
Όσον αφορά το μέλλον της διεύρυνσης, εκτίμησε πως έχει γίνει σημαντική πρόοδος πρόσφατα, επισημαίνοντας κατ’ αρχήν πως πριν τον πόλεμο στην Ουκρανία «αποφάσισα να διασφαλίσω ότι σε επίπεδο Ευρωπαϊκού Συμβουλίου θα υπάρξει μεγαλύτερη δέσμευση με τα Δυτικά Βαλκάνια», και πως σε αυτό το πλαίσιο αποφασίστηκε η ετήσια σύνοδος κορυφής σε επίπεδο ηγετών με τις χώρες αυτές, κάτι που όπως είπε είναι «πολύ ισχυρή συμβολικά» ενώ ταυτόχρονα κινεί μηχανισμούς και διαδικασίες. Η προσέγγιση αυτή, συνέχισε, οδηγεί στην εφαρμογή της «σταδιακής ολοκλήρωσης» των Δυτικών Βαλκανίων στην ΕΕ, όπως φάνηκε μέσα και από την αναθεώρηση του Πολυετούς Δημοσιονομικού Πλαισίου, που περιλαμβάνει σημαντική χρηματοδότηση η οποία δεν εξαρτάται από την τελική απόφαση για ένταξη.
– Ανταγωνιστικότητα, Στρατηγική Ατζέντα, άμυνα
«Γνωρίζουμε ότι έχουμε πολλά να κάνουμε, πολλή δουλειά τα επόμενα χρόνια για μια πιο κυρίαρχη Ευρωπαϊκή Ένωση» εξήγησε ο κ. Μισέλ, καταγράφοντας τις προτεραιότητες για τα επόμενα χρόνια.
Η πρώτη, ανέφερε, είναι η εκπλήρωση της υπόσχεσης των ιδρυτών της ΕΕ για το σεβασμό των δημοκρατικών αρχών και αξιών. Από εκεί και πέρα, ο Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου αναφέρθηκε στην προσπάθεια που γίνεται για την βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της ΕΕ, και παρέπεμψε στη συζήτηση της σχετικής έκθεσης του πρώην Ιταλού πρωθυπουργού Ενρίκο Λέτα που παρουσιάστηκε τον Απρίλιο, καθώς και της έκθεσης του πρώην επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Μάριο Ντράγκι, που αναμένεται το καλοκαίρι.
Ερωτηθείς σχετικά, ο κ. Μισέλ συνέδεσε την ανταγωνιστικότητα με τις επιπτώσεις της διεύρυνσης του 2004, σημειώνοντας πως πριν 20 χρόνια οι νέες χώρες «ξεκινούσαν από ένα δύσκολο σημείο», με «αδύναμες οικονομίες, με ευπάθειες στις χώρες αυτές», οι οποίες «μόνο σε λίγα χρόνια έκαναν ένα τεράστιο βήμα επειδή υπήρχε η επιλογή να ευθυγραμμιστούν με το κεκτημένο της ΕΕ». Όπως είπε, τα νέα κράτη μέλη δεν ευθυγραμμίστηκαν μόνο με τις αρχές του κράτους δικαίου αλλά εντάχθηκαν «σε έναν κοινό νομικό χώρο» που κατέστησε αναγκαία την πρόοδο «όσον αφορά τη συνοχή». Υπενθύμισε πως πριν την διεύρυνση του 2004 υπήρχαν ανησυχίες για τις επιπτώσεις της ένταξης της Πολωνίας στη γεωργία, όπως γίνεται σήμερα για την Ουκρανία.
Ειδικότερα για τη Στρατηγική Ατζέντα, ο κ. Μισέλ αναφέρθηκε σε ευρεία συναίνεση μεταξύ των 27 όσον αφορά την ανταγωνιστικότητα και την άμυνα. Σε σχέση με την ανταγωνιστικότητα, επεσήμανε πως τα τελευταία χρόνια δεν έγινε σοβαρή πρόοδος, και παρέπεμψε στην έκθεση Λέτα σύμφωνα με την οποία 300 δισεκατομμύρια ευρώ φεύγουν κάθε χρόνο από την ΕΕ για την οικονομία των ΗΠΑ «και πιθανότατα με αυτά τα χρήματα οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι σε θέση να αγοράσουν πολλά υποσχόμενες νεοσύστατες επιχειρήσεις και φαρμακευτικές εταιρείες που ξεκίνησαν στην πλευρά της Ευρώπης». Αυτό, σημείωσε, «είναι παράλογο, είναι ηλίθιο και δεν είναι αποδεκτό», τονίζοντας την ανάγκη για δράση μέσω μιας Ένωσης Κεφαλαιαγορών.
«Υπάρχει ένα αυξανόμενο χάσμα μεταξύ μας, όσον αφορά τους εταίρους, και την Κίνα και τις Ηνωμένες Πολιτείες» πρόσθεσε, σημειώνοντας πως «αν δεν επενδύσουμε σήμερα στην καινοτομία, αυτό σημαίνει λιγότερες θέσεις εργασίας και λιγότερες σημερινές ευκαιρίες αύριο».
Όσον αφορά την άμυνα, ο κ. Μισέλ σημείωσε πως πριν τον πόλεμο στην Ουκρανία ήταν μια θεωρητική συζήτηση καθώς υπήρχε η εντύπωση πως η ΝΑΤΟϊκή ομπρέλα ήταν αρκετή. Στην πραγματικότητα, συνέχισε, η ΕΕ ήταν εξαρτημένη από τη ρωσική ενέργεια, από τα κινεζικά κρίσιμα υλικά και τις αλυσίδες εφοδιασμού, και πιθανώς «πολύ εξαρτημένοι από τις Ηνωμένες Πολιτείες για την ασφάλεια και την άμυνά μας».
Πρόσφατα, λόγω μεταξύ άλλων και των ζητημάτων που προέκυψαν για τα κονδύλια των ΗΠΑ για την Ουκρανία, έγινε αντιληπτό πως «δεν είναι δεδομένο ότι οι ΗΠΑ θα είναι για πάντα σε θέση να υπερασπιστούν τα στρατηγικά συμφέροντα της ΕΕ όσον αφορά την ασφάλεια και την άμυνα».
Σε αυτό το πλαίσιο, παρέπεμψε ως θετική την απόφαση, μετά από πρόταση του όπως είπε για αύξηση του κεφαλαίου της ΕΤΕπ, μεταξύ άλλων για μεγαλύτερες επενδύσεις στην καινοτομία αλλά και στην άμυνα και την ασφάλεια.
Δήλωσε μάλιστα ιδιαίτερα αισιόδοξος για τον τομέα της ασφάλειας, πρώτον γιατί «οι ηγέτες κατέστησαν πολύ σαφές στο τελευταίο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ότι προτίθενται να είναι πολύ δραστήριοι δίνοντας συνέχεια στην έκθεση Λέτα» ώστε να υπάρξει πρόοδος πριν το τέλος του έτους, και δεύτερον γιατί υπάρχει δυναμική στο Συμβούλιο και την Επιτροπή για το θέμα αυτό.
Ο κ. Μισέλ είπε ακόμα πως στο πλαίσιο της Στρατηγικής Ατζέντας, έχει προκύψει και η συζήτηση θεμάτων δημογραφίας, σημειώνοντας πως θα «να ασχοληθούμε με αυτή την πρόκληση, διότι στο παρελθόν δεν αντιμετωπίσαμε σοβαρά αυτό το ζήτημα» το οποίο θεωρήθηκε κάποτε ταμπού από τους ηγέτες.