Τετάρτη, 12 Μαρτίου, 2025
17 C
Limassol

ΗΠΑ vs Κόσμος: Οι διεθνείς αντιδράσεις και οι επιπτώσεις από τον νέο εμπορικό πόλεμο στην παγκόσμια οικονομία

Ο νέος εμπορικός πόλεμος που κηρύσσουν οι ΗΠΑ με σαρωτικούς δασμούς σε Κίνα, Ευρώπη και άλλους συμμάχους προκαλεί παγκόσμιες αντιδράσεις, αντίποινα, διαταραχές στην εφοδιαστική αλυσίδα και ανησυχία για την παγκόσμια οικονομία – Παγκόσμια θαλασσοταραχή από τους νέους φόρους Τραμπ

Η απόφαση των Ηνωμένων Πολιτειών να επιβάλουν νέους, εκτεταμένους δασμούς σε μεγάλους εμπορικούς εταίρους – συμπεριλαμβανομένης της Κίνας, του Καναδά και του Μεξικού – έχει πυροδοτήσει έναν «νέο» εμπορικό πόλεμο με ανησυχητικές, διεθνείς προεκτάσεις. Οι δασμοί, που φτάνουν το 10% για όλες τις εισαγωγές από την Κίνα και το 25% για προϊόντα από το Μεξικό και τον Καναδά (με εξαίρεση την κατηγορία της καναδικής ενέργειας στο 10%), τέθηκαν σε ισχύ στις αρχές Φεβρουαρίου, σηματοδοτώντας την επανέναρξη των σκληρών εμπορικών πρακτικών των ΗΠΑ σε κλίμακα άνευ προηγουμένου. Το γεγονός αυτό έχει ήδη θορυβήσει τις παγκόσμιες αγορές και εγείρει φόβους για επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομικής ανάπτυξης, όπως έγραψε το Reuters.

Πρόκειται ουσιαστικά για κλιμάκωση ανάλογη – αλλά μεγαλύτερη σε εύρος – με εκείνη του 2018, με τον τότε και νυν πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ να επαναφέρει την ατζέντα των προστατευτικών μέτρων και να ανοίγει πολλαπλά μέτωπα στο παγκόσμιο εμπόριο ταυτόχρονα. Οι πρώτες αντιδράσεις από τις θιγόμενες χώρες ήταν άμεσες και έντονες, προμηνύοντας μια γενικευμένη εμπορική σύγκρουση που ενδέχεται να αναδιαμορφώσει τις διεθνείς εμπορικές σχέσεις. Το γεγονός ότι μεσολάβησε το «μπρος-πίσω» του Αμερικανού προέδρου, μόνο αβεβαιότητα μπορεί να γεννήσει στην παγκόσμια οικονομία και να τρελάνει την αμερικανική.

Η Κίνα απαντά με αντίποινα και στρατηγική αυτονομίας
Το Πεκίνο κινήθηκε γρήγορα για να απαντήσει στα αμερικανικά μέτρα, επιβάλλοντας αντίποινα δασμών 10-15% σε αμερικανικά προϊόντα – ιδίως στον ενεργειακό τομέα – και περιορίζοντας την πρόσβαση ορισμένων αμερικανικών εταιρειών στην κινεζική αγορά. Παράλληλα, οι κινεζικές αρχές ανακοίνωσαν την έναρξη αντιμονοπωλιακής έρευνας στη Google, στέλνοντας ένα σαφές μήνυμα ότι το Πεκίνο διαθέτει «όπλα» και είναι διατεθειμένο να κλιμακώσει την αντιπαράθεση αν χρειαστεί. Τα αντίποινα αυτά χαρακτηρίστηκαν από συγκρατημένη ένταση – δείχνοντας ότι η Κίνα αφήνει περιθώριο για διαπραγματεύσεις – αλλά και αποφασιστικότητα, αποκαλύπτοντας τις δυνατότητες αντίδρασής της εάν η σύγκρουση οξυνθεί περαιτέρω.

Δεν πρόκειται όμως μόνο για βραχυπρόθεσμες κινήσεις. Η Κίνα εμφανίζεται πιο προετοιμασμένη για έναν εμπορικό πόλεμο σε σχέση με το 2018, έχοντας έκτοτε επενδύσει συστηματικά στην οικονομική της αυτάρκεια και σε εναλλακτικές διεθνείς αγορές. Ήδη, το Πεκίνο έχει ενισχύσει την τεχνολογική του αυτονομία, αναπτύσσοντας δικές του τεχνολογίες παρά τις αμερικανικές κυρώσεις, και έχει διαφοροποιήσει τις εξαγωγικές του αγορές. Περισσότερο από το 50% των κινεζικών εξαγωγών κατευθύνεται πλέον σε χώρες του προγράμματος «Belt and Road» (ο Νέος Δρόμος του Μεταξιού), μια τάση που αναμένεται να συνεχιστεί και να ενισχυθεί. Αυτή η στροφή μειώνει, σε κάποιο βαθμό, την εξάρτηση της Κίνας από την αμερικανική αγορά, προσφέροντάς της μεγαλύτερη ανθεκτικότητα έναντι των αμερικανικών δασμών. Παράλληλα, η κινεζική ηγεσία καλλιεργεί διεθνείς συμμαχίες – οικονομικές και πολιτικές – για να αντιμετωπίσει την πίεση της Ουάσιγκτον, παρουσιάζοντας το Πεκίνο ως υπέρμαχο του πολυμερούς εμπορίου.

Ωστόσο, δεν λείπουν και οι αδυναμίες στην κινεζική οικονομία που ενδέχεται να περιορίσουν τα περιθώρια ελιγμών του Πεκίνου. Η οικονομική ανάπτυξη στην Κίνα έχει επιβραδυνθεί, η εγχώρια κατανάλωση παραμένει υποτονική και μια παρατεταμένη κρίση στον τομέα των ακινήτων έχει ασκήσει πίεση στα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις. Επιπλέον, το υψηλό χρέος των τοπικών κυβερνήσεων αποτελεί πηγή ανησυχίας. Αναγνωρίζοντας αυτές τις προκλήσεις, το κινεζικό κράτος έχει ήδη λάβει μέτρα στήριξης της οικονομίας – όπως φοροελαφρύνσεις και ενέσεις ρευστότητας – και δηλώνει έτοιμο να παρέμβει περαιτέρω, ώστε να διαφυλάξει τη σταθερότητα εν μέσω του εμπορικού πολέμου. Σε αυτό το πλαίσιο, το τεχνολογικό χαρτί της Κίνας θεωρείται ιδιαίτερα σημαντικό: κινεζικοί κολοσσοί στην αιχμή της τεχνολογίας (όπως η εταιρεία τεχνητής νοημοσύνης Deepseek) κερδίζουν έδαφος διεθνώς, προβάλλοντας ως ανταγωνιστική εναλλακτική απέναντι σε αμερικανικές εταιρείες (π.χ. διεκδικώντας πρωτοκαθεδρία έναντι της OpenAI). Η πρόοδος αυτή υποδηλώνει ότι, παρά τις εμπορικές πιέσεις και περιορισμούς, η Κίνα συνεχίζει να καινοτομεί και να αμφισβητεί την τεχνολογική υπεροχή των ΗΠΑ – στοιχείο που μπορεί να αποβεί κρίσιμο στον παρατεταμένο οικονομικό ανταγωνισμό των δύο υπερδυνάμεων.

Αντιδράσεις από άλλες χώρες – Ευρώπη και παραδοσιακοί σύμμαχοι
Οι κινήσεις της Ουάσιγκτον δεν προκάλεσαν αναταράξεις μόνο στο Πεκίνο, αλλά και στους παραδοσιακούς συμμάχους των ΗΠΑ. Η Ευρωπαϊκή Ένωση αντέδρασε έντονα στην αμερικανική απόφαση να επιβάλει δασμούς και στα ευρωπαϊκά προϊόντα χάλυβα και αλουμινίου. Η πρόεδρος της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν εξέφρασε τη «βαθιά λύπη» της για αυτή την εξέλιξη, χαρακτηρίζοντας τους δασμούς «αδικαιολόγητους» και προειδοποιώντας πως δεν θα μείνουν χωρίς απάντηση. «Οι δασμοί είναι φόροι – κακοί για τις επιχειρήσεις και ακόμη χειρότεροι για τους καταναλωτές» τόνισε, υπογραμμίζοντας ότι η ΕΕ θα προστατεύσει τα οικονομικά της συμφέροντα με αυστηρά και ανάλογα αντίμετρα. Ήδη, στις Βρυξέλλες καταρτίζεται λίστα αμερικανικών προϊόντων στα οποία θα μπορούσαν να επιβληθούν ευρωπαϊκοί δασμοί-«απάντηση», εφόσον οι ΗΠΑ δεν άρουν τα μέτρα. Επιπλέον, Ευρωπαίοι αξιωματούχοι τονίζουν ότι οι μονομερείς ενέργειες των ΗΠΑ παραβιάζουν τους κανόνες του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου και το γράμμα των υφιστάμενων εμπορικών συμφωνιών, δημιουργώντας επικίνδυνο προηγούμενο.

Παράλληλα, η ΕΕ εξετάζει στρατηγικές κινήσεις για να μειώσει την έκθεσή της σε έναν παρατεταμένο εμπορικό πόλεμο. Εάν οι δασμοί των ΗΠΑ συνεχίσουν να πλήττουν τις ευρωπαϊκές εξαγωγές, η Ευρώπη ενδέχεται να έρθει πιο κοντά εμπορικά με την Κίνα. Ήδη, το Πεκίνο έχει απευθύνει «κλάδο ελαίας» προς τις Βρυξέλλες: συζητά τη σύσφιγξη των σινοευρωπαϊκών οικονομικών σχέσεων και φέρεται διατεθειμένο να μειώσει ορισμένους δασμούς για χώρες που δεν είναι στενοί σύμμαχοι των ΗΠΑ. Ευρωπαίοι αξιωματούχοι δείχνουν ανοικτοί σε αυτήν την προοπτική, βλέποντας την Κίνα ως εναλλακτικό εταίρο σε περίπτωση που οι εμπορικοί δεσμοί με τις ΗΠΑ επιδεινωθούν περαιτέρω. Τέτοιες κινήσεις θα μπορούσαν να ενισχύσουν την κινεζική οικονομία και ταυτόχρονα να υπονομεύσουν την παραδοσιακή επιρροή της Ουάσιγκτον, αναδιατάσσοντας τις συμμαχίες στο παγκόσμιο εμπόριο. Βεβαίως, μια στενότερη εμπορική αγκαλιά Ευρώπης–Κίνας θα φέρει και προκλήσεις, καθώς ευρωπαϊκές βιομηχανίες θα βρεθούν αντιμέτωπες με φθηνότερα κινεζικά προϊόντα στην αγορά τους, γεγονός που ίσως πυροδοτήσει νέες τριβές και εντός της ΕΕ.

Καναδάς και Μεξικό, οι δύο γειτονικές χώρες των ΗΠΑ, βιώνουν επίσης πρωτοφανή πίεση από τους δασμούς της Ουάσιγκτον και δεν έμειναν άπραγες. Ο Καναδός πρωθυπουργός Τζάστιν Τριντό χαρακτήρισε τους δασμούς «πολύ κακή ιδέα» και αντέδρασε άμεσα: ανακοίνωσε ένα ευρύ πακέτο αντιμέτρων, με δασμούς 25% σε αμερικανικά προϊόντα αξίας περίπου 20 δισ. δολαρίων σε πρώτη φάση και προοπτική επέκτασης των μέτρων τις επόμενες εβδομάδες σε εισαγωγές συνολικής αξίας άνω των 100 δισ. δολαρίων. Πρόκειται ουσιαστικά για αντίποινα «καθρέφτη», στοχεύοντας αμερικανικά προϊόντα από πολιτείες-κλειδιά ώστε να ασκηθεί μέγιστη πολιτική πίεση (μια τακτική που είχε χρησιμοποιήσει ο Καναδάς και στην εμπορική διένεξη του 2018). Το Μεξικό από την πλευρά του κατήγγειλε επίσης τους δασμούς ως απαράδεκτους και, μέσω της προέδρου Κλαούντια Σεΐνμπαουμ, δήλωσε ότι θα επιβάλει δικούς του δασμούς και μη-δασμολογικά μέτρα σε βάρος των ΗΠΑ. Αν και το Μεξικό πήρε μια μικρή ανάσα με την προσωρινή εξαίρεση ορισμένων προϊόντων που καλύπτονται από τη συμφωνία USMCA, η μεξικανική κυβέρνηση ετοιμάζει τη δική της απάντηση, που θα ανακοινωθεί σύντομα. Σημειώνεται ότι αμφότερες οι χώρες, Καναδάς και Μεξικό, υποστηρίζουν ότι οι αμερικανικοί δασμοί παραβιάζουν τη νέα συμφωνία ελεύθερου εμπορίου USMCA, και εξετάζουν νομικές κινήσεις.

Οι σπασμωδικές αυτές αντιδράσεις από στενούς συμμάχους των ΗΠΑ αναδεικνύουν το μέγεθος της ρήξης που προκαλεί η αμερικανική πολιτική. Μάλιστα, οικονομικοί αναλυτές επισημαίνουν ότι ποτέ στο παρελθόν δεν έχει εκτυλιχθεί εμπορική σύγκρουση τέτοιας κλίμακας ανάμεσα στις ΗΠΑ και τους συμμάχους τους. Είναι ενδεικτικό πως στην πρώτη θητεία Τραμπ (2018-19) οι δασμοί στόχευαν κυρίως την Κίνα επηρεάζοντας εισαγωγές περίπου 380 δισ. δολαρίων, ενώ τώρα, μέσα σε λίγες μόνο εβδομάδες, τα νέα μέτρα αφορούν εισαγωγές αξίας 1,4 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, κυρίως από παραδοσιακούς συμμάχους. Πρόκειται για δραματική διεύρυνση του μετώπου, που αλλάζει τα δεδομένα: η Ουάσιγκτον εμφανίζεται διατεθειμένη να ρισκάρει ακόμα και τις στενές εμπορικές σχέσεις δεκαετιών με τον δυτικό κόσμο στο όνομα της πίεσης για παραχωρήσεις. Αυτό το πολυμέτωπο μένος των δασμών έχει δημιουργήσει αίσθημα «προδοσίας» σε πρωτεύουσες που μέχρι πρότινος συντάσσονταν με τις ΗΠΑ, οδηγώντας τες τώρα να αναζητούν νέες ισορροπίες και συμμαχίες.

Κλυδωνισμοί στις παγκόσμιες αγορές και τις αλυσίδες εφοδιασμού
Η αναζωπύρωση του εμπορικού πολέμου δεν άργησε να επηρεάσει τις διεθνείς αγορές. Οι επενδυτές, ανήσυχοι για τις επιπτώσεις στην παγκόσμια
οικονομία, αναζητούν ασφαλή καταφύγια, αποσύροντας κεφάλαια από πιο ριψοκίνδυνα περιουσιακά στοιχεία. Την εβδομάδα μετά τις ανακοινώσεις των δασμών, σημειώθηκαν μαζικές εισροές άνω των 60 δισ. δολαρίων σε χρηματαγορικούς κεφαλαίους, καθώς το κλίμα αβεβαιότητας εντάθηκε, σύμφωνα με το Reuters. Ταυτόχρονα, τα μεγάλα διεθνή χρηματιστήρια κατέγραψαν απότομες διορθώσεις: στη Wall Street, οι βασικοί δείκτες γύρισαν σε αρνητικό έδαφος για το έτος, ενώ ισχυρές πιέσεις δέχθηκαν και οι ευρωπαϊκές και ασιατικές αγορές. Οι κλάδοι με τη μεγαλύτερη έκθεση στο διεθνές εμπόριο – όπως η τεχνολογία, η αυτοκινητοβιομηχανία και οι πρώτες ύλες – υπέστησαν τις μεγαλύτερες απώλειες, καθώς οι επενδυτές προεξοφλούν μείωση κερδών λόγω των νέων φραγμών στο εμπόριο. Αντίθετα, ασφαλή καταφύγια όπως τα κρατικά ομόλογα και ο χρυσός κατέγραψαν άνοδο, αντανακλώντας τη στροφή σε ασφάλεια.

Στο μέτωπο των τιμών και του πληθωρισμού, οι νέοι δασμοί λειτουργούν ουσιαστικά σαν αύξηση φόρου επί των εισαγόμενων αγαθών. Οι επιχειρήσεις που εισάγουν προϊόντα με δασμούς αντιμετωπίζουν υψηλότερο κόστος, το οποίο συχνά μετακυλίουν στους καταναλωτές μέσω ανατιμήσεων. Αυτό αναμένεται να οδηγήσει σε ανοδικές πληθωριστικές πιέσεις διεθνώς, ειδικά σε αγαθά όπου οι εναλλακτικές πηγές προμήθειας είναι περιορισμένες. Όπως χαρακτηριστικά τόνισε η φον ντερ Λάιεν, οι δασμοί αυτοί είναι «κακοί για τις επιχειρήσεις, κι ακόμη χειρότεροι για τους καταναλωτές», καθώς τελικά ο πολίτης πληρώνει ακριβότερα για πολλά βασικά προϊόντα. Η ΕΕ προειδοποιεί ότι η Ευρώπη, που στηρίζεται έντονα στο παγκόσμιο εμπόριο, μπορεί να υποστεί αυξημένες τιμές εισαγωγών, μείωση εξαγωγών και οικονομική αστάθεια σε περίπτωση παρατεταμένης σύγκρουσης. Ήδη, ορισμένες ευρωπαϊκές βιομηχανίες (π.χ. αυτοκινητοβιομηχανία, αεροναυπηγική) φοβούνται απώλεια ανταγωνιστικότητας στις διεθνείς αγορές, ενώ ταυτόχρονα αντιμετωπίζουν ακριβότερες πρώτες ύλες.

Επιπρόσθετα, οι παγκόσμιες εφοδιαστικές αλυσίδες – που τα τελευταία χρόνια είχαν ήδη δοκιμαστεί από την πανδημία και γεωπολιτικές εντάσεις – δέχονται ένα ακόμη πλήγμα. Καθώς οι δασμοί καθιστούν ακριβότερη την παραγωγή στην μια ή την άλλη χώρα, πολλές πολυεθνικές εταιρείες επανεξετάζουν τον τρόπο που διαρθρώνουν την παραγωγή και τις προμήθειές τους. Ήδη από τον πρώτο γύρο του εμπορικού πολέμου το 2018, οι επιχειρήσεις άρχισαν να μετατοπίζουν παραγωγικές μονάδες ή να αναζητούν προμηθευτές σε χώρες με χαμηλότερους δασμούς, ώστε να μειώσουν την έκθεσή τους στους αμερικανο-κινεζικούς κινδύνους. Αυτή η τάση τώρα επιταχύνεται: εταιρείες υψηλής τεχνολογίας εξετάζουν τη μεταφορά συναρμολόγησης συσκευών εκτός Κίνας, βιομηχανίες ενδυμάτων στρέφονται σε εναλλακτικούς προμηθευτές στη ΝΑ Ασία, και αυτοκινητοβιομηχανίες των ΗΠΑ αναζητούν τρόπους να προμηθεύονται κρίσιμα εξαρτήματα εγχώρια ή από τρίτες χώρες, για να αποφύγουν το «χαράτσι» των δασμών. Οι αλλαγές αυτές ενδέχεται μεν να αναδιαμορφώσουν το διεθνές εμπόριο προς το αποτελεσματικότερο μακροπρόθεσμα, όμως βραχυπρόθεσμα προκαλούν αναταραχή και κόστος: νέες γραμμές εφοδιασμού πρέπει να δημιουργηθούν, συμβόλαια να επαναδιαπραγματευθούν και σε κάποιες περιπτώσεις η παραγωγή επιβραδύνεται μέχρι να προσαρμοστεί η αλυσίδα.

Την ίδια στιγμή, παρατηρείται και το φαινόμενο του «εμπορικού εκτροπέα»: καθώς οι δύο μεγάλοι (ΗΠΑ και Κίνα) περιορίζουν το διμερές εμπόριό τους, τρίτες χώρες εκτός της διένεξης βρίσκουν ευκαιρίες να καλύψουν το κενό. Ορισμένες οικονομίες της Νοτιοανατολικής Ασίας, της Λατινικής Αμερικής αλλά και της Ευρώπης λειτουργούν ως «ωφελούμενοι θεατές» (bystanders), αυξάνοντας τις εξαγωγές τους είτε προς τις ΗΠΑ είτε προς την Κίνα για να υποκαταστήσουν προϊόντα που μπλόκαραν οι δασμοί. Για παράδειγμα, παραγωγοί αγροτικών προϊόντων στη Βραζιλία και την Αργεντινή έχουν ενισχύσει τις πωλήσεις σόγιας και κρέατος στην κινεζική αγορά (αντικαθιστώντας αμερικανικούς προμηθευτές), ενώ χώρες όπως το Βιετνάμ και η Ταϊλάνδη κέρδισαν μερίδιο σε κατηγορίες καταναλωτικών προϊόντων στις ΗΠΑ όπου οι κινεζικές εισαγωγές μειώθηκαν. Αυτή η εκτροπή του εμπορίου έχει οδηγήσει σε μια απρόσμενη αύξηση ορισμένων ροών – εκτιμάται ότι το παγκόσμιο εμπόριο αυξήθηκε κατά περίπου 3% λόγω αυτών των ανακατανομών παρά τους δασμούς. Ωστόσο, τέτοια οφέλη είναι μάλλον συγκυριακά και άνισα κατανεμημένα. Πολλές αναδυόμενες αγορές αντιμετωπίζουν ταυτόχρονα αναταραχές στις ισοτιμίες και φυγή κεφαλαίων, καθώς οι επενδυτές γίνονται επιφυλακτικοί μπροστά στην παγκόσμια αβεβαιότητα που προκαλεί ο εμπορικός πόλεμος.

Συνολικά, οικονομολόγοι και διεθνείς οργανισμοί κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου ότι ένας παρατεταμένος και πολυμέτωπος εμπορικός πόλεμος θα επιφέρει σημαντικό κόστος στην παγκόσμια οικονομία. Πέρα από την άμεση επιβάρυνση των καταναλωτών με υψηλότερες τιμές, οι δασμοί διαταράσσουν την παραγωγή και φρενάρουν τις επενδύσεις: πολλές επιχειρήσεις αναβάλλουν ή ακυρώνουν σχέδια για νέες επενδύσεις και προσλήψεις λόγω της αβεβαιότητας για το διεθνές εμπορικό περιβάλλον. Προβλέψεις για την παγκόσμια ανάπτυξη αρχίζουν να αναθεωρούνται προς τα κάτω: σε έκθεσή του ο οίκος BMO εκτιμά ότι τα νέα εμπορικά μέτρα θα ανεβάσουν τον πληθωρισμό στις ανεπτυγμένες οικονομίες (πιθανά πάνω από 3% στις ΗΠΑ έως τα μέσα του 2025) και θα επιβραδύνουν τον ρυθμό ανάπτυξης (στην περίπτωση των ΗΠΑ, η πρόβλεψη για το ΑΕΠ του 2025 μειώθηκε από 2,4% σε 2,1%). Παρότι μια ύφεση μπορεί να αποφευχθεί, ο συνδυασμός ακριβότερων εισαγωγών, μειωμένης επενδυτικής εμπιστοσύνης και πιθανών αντιποίνων δημιουργεί ένα εκρηκτικό μείγμα για την παγκόσμια οικονομία. Το σίγουρο είναι ότι το ήδη εύθραυστο οικονομικό σκηνικό μεταβάλλεται και η διεθνής αβεβαιότητα αυξάνεται μέρα με τη μέρα .

Προς μια νέα εποχή εμπορικών συγκρούσεων;
Καθώς οι δασμολογικές αψιμαχίες κλιμακώνονται, το κρίσιμο ερώτημα είναι πώς θα εξελιχθεί αυτός ο νέος εμπορικός πόλεμος το προσεχές διάστημα και ποιες στρατηγικές θα ακολουθήσουν οι εμπλεκόμενες πλευρές. Πολλοί αναλυτές θεωρούν πλέον αναπόφευκτη μια παρατεταμένη περίοδο έντασης μεταξύ Ουάσιγκτον και Πεκίνου – οι δύο μεγαλύτερες οικονομίες του πλανήτη δείχνουν διατεθειμένες να αναπροσαρμόσουν τις τακτικές τους και να αντέξουν την πίεση.

Ο Ντόναλντ Τραμπ εμφανίζεται αμετακίνητος στην πολιτική του: ήδη διεμήνυσε ότι δεν αποκλείει περαιτέρω κλιμάκωση, προαναγγέλλοντας επέκταση των δασμών και προς άλλους τομείς. Σε πρόσφατη τοποθέτησή του μάλιστα ανέφερε ότι μετά τα αρχικά μέτρα, σειρά θα έχουν δασμοί σε κρίσιμους κλάδους όπως ο χάλυβας και το αλουμίνιο (όπου τερματίζονται οι εξαιρέσεις για όλες τις χώρες), τα ημιαγωγά και τα φαρμακευτικά προϊόντα, ενώ προειδοποίησε πως έρχονται «οπωσδήποτε» ισχυρά μέτρα και κατά της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Με αυτόν τον τρόπο, η κυβέρνηση Τραμπ θέλει να ασκήσει τη μέγιστη δυνατή πίεση όχι μόνο στην Κίνα αλλά και στους συμμάχους, θεωρώντας ότι έτσι θα πετύχει πιο γρήγορα παραχωρήσεις στις αμερικανικές απαιτήσεις.

Από την άλλη πλευρά, το Πεκίνο φαίνεται διατεθειμένο να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων και να μην υποχωρήσει εύκολα στις πιέσεις. Κινείται σε διπλωματικό επίπεδο, οικοδομώντας ένα προφίλ ηγέτιδας δύναμης του ελεύθερου εμπορίου: εντείνει τις επαφές με άλλες μεγάλες οικονομίες (ΕΕ, Ινδία, Ρωσία) για τη δημιουργία ενός μετώπου κατά του προστατευτισμού και επιχειρεί να αξιοποιήσει πολυμερείς θεσμούς (ΠΟΕ, G20) για να απομονώσει την αμερικανική στάση. Ταυτόχρονα, θωρακίζει την οικονομία της εσωτερικά, συνεχίζοντας τα μέτρα στήριξης της ανάπτυξης και προωθώντας την εγχώρια κατανάλωση ώστε να μειώσει την εξάρτηση από τις εξαγωγές. Η Κίνα αναμένεται επίσης να χρησιμοποιήσει την τεχνολογική της υπεροχή ως διαπραγματευτικό χαρτί. Μια γεύση αυτής της τακτικής δόθηκε με το κινεζικό μπλόκο στην εξαγωγή ορισμένων μετάλλων απαραίτητων για μικροτσίπ, σε απάντηση των αμερικανικών κυρώσεων.

Οι παραδοσιακοί σύμμαχοι των ΗΠΑ, όπως η Ευρώπη, η Ιαπωνία και η Νότια Κορέα, βρίσκονται σε δύσκολη θέση: αφενός πλήττονται από την αμερικανική επιθετική εμπορική πολιτική, αφετέρου δεν επιθυμούν να ωθήσουν την κατάσταση στα άκρα με την Ουάσιγκτον, δεδομένων και των γεωπολιτικών συμμαχιών. Το πιθανότερο είναι ότι θα ακολουθήσουν διττή στρατηγική: απειλή αντιποίνων ώστε να πιέσουν για εξαίρεση ή χαλάρωση των δασμών (όπως ήδη κάνει η ΕΕ με την προετοιμασία αντίμετρων), σε συνδυασμό με διπλωματικές διαβουλεύσεις υψηλού επιπέδου για εξεύρεση λύσης. Για παράδειγμα, δεν αποκλείεται να δούμε επανεκκίνηση διαπραγματεύσεων για μια διατλαντική εμπορική συμφωνία ή έστω ειδικές ρυθμίσεις, εφόσον οι εντάσεις κλιμακωθούν. Παράλληλα, οι χώρες αυτές εξερευνούν νέες συνεργασίες: η ΕΕ επιταχύνει συμφωνίες με άλλους εταίρους (όπως η πρόσφατη πρόοδος στη συμφωνία με τη Mercosur) και η Ιαπωνία ενισχύει το πολυμερές εμπορικό σχήμα CPTPP στον Ειρηνικό, ως αντίβαρο στην αβεβαιότητα των σχέσεων με τις ΗΠΑ.

Όσο για τον ίδιο τον εμπορικό πόλεμο ΗΠΑ–Κίνας, η πορεία του θα κριθεί εν πολλοίς από την αντοχή των δύο οικονομιών στις πιέσεις και τη διάθεση των ηγεσιών για συμβιβασμό.

Αν η αμερικανική και η κινεζική οικονομία αρχίσουν να υφίστανται σοβαρές ζημίες – π.χ. σημαντική απώλεια θέσεων εργασίας, ύφεση σε κρίσιμους τομείς ή κοινωνική δυσαρέσκεια λόγω ακρίβειας – τότε θα αυξηθεί η πίεση προς τους ηγέτες για αποκλιμάκωση. Στις ΗΠΑ ήδη οι επιχειρηματικές ενώσεις και πολλά μέλη του Κογκρέσου εκφράζουν ανησυχία για τις επιπτώσεις των δασμών στο κόστος ζωής και στις εξαγωγές των αγροτών, ενώ στην Κίνα μια παρατεταμένη κάμψη θα έθετε εν κινδύνω τον φιλόδοξο στόχο ανάπτυξης που έχει θέσει το Κομμουνιστικό Κόμμα. Κανείς δεν κερδίζει μακροπρόθεσμα από έναν ολοκληρωτικό εμπορικό πόλεμο, θυμίζουν οικονομολόγοι, και αυτό πιθανότατα θα ωθήσει αργά ή γρήγορα τις δύο πλευρές πίσω στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Σύμφωνα με εκτιμήσεις ειδικών, όσο θα συσσωρεύονται οι αρνητικές συνέπειες τόσο θα γίνονται πιο «οξυμένα» τα κίνητρα για μια συμφωνία. Δεν αποκλείεται λοιπόν να δούμε, μετά από έναν κύκλο έντασης, μια νέα διαπραγμάτευση τύπου «Phase Two» (στο πρότυπο της μερικής συμφωνίας που είχαν πετύχει ΗΠΑ-Κίνα το 2020) με σκοπό την άρση ορισμένων δασμών και την επίτευξη αμοιβαίων δεσμεύσεων.

Προς το παρόν, πάντως, ο κόσμος βαδίζει σε αχαρτογράφητα νερά στο πεδίο του εμπορίου. Το ενδεχόμενο ο εμπορικός πόλεμος να γενικευτεί – ανοίγοντας νέα μέτωπα και οδηγώντας σε έναν κατακερματισμό του παγκόσμιου εμπορικού συστήματος σε ανταγωνιστικά μπλοκ – αποτελεί μια πραγματική ανησυχία. Οι επόμενοι μήνες θα είναι καθοριστικοί: θα φανεί αν τελικά θα υπερισχύσει η λογική του συμβιβασμού και της πολυμέρειας ή αν μπαίνουμε σε μια νέα εποχή όπου οι δασμοί και οι οικονομικοί εκβιασμοί γίνονται η «νέα κανονικότητα».

Σε κάθε περίπτωση, οι διεθνείς επιπτώσεις του νέου εμπορικού πολέμου των ΗΠΑ είναι ήδη αισθητές και υπενθυμίζουν πόσο αλληλεξαρτώμενες είναι οι οικονομίες στον σύγχρονο κόσμο. Όπως όλα δείχνουν, η υφήλιος παρακολουθεί με αγωνία και ελπίζει σε μια αποκλιμάκωση, πριν οι ζημιές γίνουν ανεπανόρθωτες.

Πηγή: newmoney.gr